- μετακυλίνδω
- μετακυλίνδω (Α, Μ μετακυλινδῶ, -έω)κυλώ σε άλλο τόπο, μετακυλώμσν.(μόνο το μέσ.) μετακυλινδοῡμαι, -έομαι(για τον χρόνο) περνώ, παρέρχομαι («ὁ χρόνος μετακυλινδούμενος... τῆς γονιμότητος ἀφανιστικός ἐστιν», Ιω. Διάκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + κυλίνδω «κυλώ»].
Dictionary of Greek. 2013.