μετακυλίνδω

μετακυλίνδω
μετακυλίνδω (Α, Μ μετακυλινδῶ, -έω)
κυλώ σε άλλο τόπο, μετακυλώ
μσν.
(μόνο το μέσ.) μετακυλινδοῡμαι, -έομαι
(για τον χρόνο) περνώ, παρέρχομαι («ὁ χρόνος μετακυλινδούμενος... τῆς γονιμότητος ἀφανιστικός ἐστιν», Ιω. Διάκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + κυλίνδω «κυλώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετακυλινδώ — μετακυλινδῶ, έω (Μ) βλ. μετακυλίνδω …   Dictionary of Greek

  • κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μετακύλιση — η (Μ μετακύλισις) [μετακυλίνδω] η εκ νέου κύλιση, το ξανακύλισμα …   Dictionary of Greek

  • μετακύλισμα — και μετακύλημα, το [μετακυλίνδω] (για νόσο ή ασθενή) υποτροπή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”